Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὤρεσσι
ὤρετο
ὥρα
ὤρινε
ὥριος
ὤριστος
ὤρορε
ὦσε
ὦρτο
ὠρχεῦντο
ὠρώρει
ὡς
ὥς
ὦσα
ὠσί
ὠτειλή
ὠτώεις
ωὐτός
ὤφελε
ὤφελλε
ὤφελλε
View word page
ὠρώρει

3 sing. plupf. ὄρνυμι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὠρώρει
Headword (normalized):
ὠρώρει
Headword (normalized/stripped):
ωρωρει
IDX:
9769
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9770
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. plupf. ὄρνυμι.</p>'}