Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὠνόμασας
ὦνος
ὠνοσάμην
ᾦξε
ὦπα
ὤπασα
ὥπλισσε
ὤρεξε
ὤρεσσι
ὤρετο
ὥρα
ὤρινε
ὥριος
ὤριστος
ὤρορε
ὦσε
ὦρτο
ὠρχεῦντο
ὠρώρει
ὡς
ὥς
View word page
ὥρα
-ης, ἡ.
ShortDef
[sacrificial victim]
time, season, climate
Debugging
Headword:
ὥρα
Headword (normalized):
ὥρα
Headword (normalized/stripped):
ωρα
IDX:
9761
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9762
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ.</p>'}