ὦπα
τό
[ὀπ-. See ὁράω.]
(Cf. βλοσυρῶπις, βοῶπις, γλαυκῶπις, εἰσωπός, ἑλίκωψ, ἐνῶπα, ἐνώπια, εὐῶπις, κυανῶπις, κυνώπης, κυνῶπις, μέτωπον, πρόσωπον, στεινωπός, ὑπώπια.)
τό
[ὀπ-. See ὁράω.]
(Cf. βλοσυρῶπις, βοῶπις, γλαυκῶπις, εἰσωπός, ἑλίκωψ, ἐνῶπα, ἐνώπια, εὐῶπις, κυανῶπις, κυνώπης, κυνῶπις, μέτωπον, πρόσωπον, στεινωπός, ὑπώπια.)