Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὤμοσα
ὠμοφάγος
ὤμωξε
ὤνατο
ὤνησε
ὠνητός
ὠνόμασας
ὦνος
ὠνοσάμην
ᾦξε
ὦπα
ὤπασα
ὥπλισσε
ὤρεξε
ὤρεσσι
ὤρετο
ὥρα
ὤρινε
ὥριος
ὤριστος
ὤρορε
View word page
ὦπα

τό

[ὀπ-. See ὁράω.]

(Cf. βλοσυρῶπις, βοῶπις, γλαυκῶπις, εἰσωπός, ἑλίκωψ, ἐνῶπα, ἐνώπια, εὐῶπις, κυανῶπις, κυνώπης, κυνῶπις, μέτωπον, πρόσωπον, στεινωπός, ὑπώπια.)

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὦπα
Headword (normalized):
ὦπα
Headword (normalized/stripped):
ωπα
IDX:
9755
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9756
Key:

Data

{'content': '<p>τό</p> <p>[ὀπ-. See ὁράω.]</p> <p>(Cf. βλοσυρῶπις, βοῶπις, γλαυκῶπις, εἰσωπός, ἑλίκωψ, ἐνῶπα, ἐνώπια, εὐῶπις, κυανῶπις, κυνώπης, κυνῶπις, μέτωπον, πρόσωπον, στεινωπός, ὑπώπια.)</p>'}