Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὠμογέρων
ὠμοθετέω
ὠμός
ὦμος
ὤμοσα
ὠμοφάγος
ὤμωξε
ὤνατο
ὤνησε
ὠνητός
ὠνόμασας
ὦνος
ὠνοσάμην
ᾦξε
ὦπα
ὤπασα
ὥπλισσε
ὤρεξε
ὤρεσσι
ὤρετο
ὥρα
View word page
ὠνόμασας

2 sing. aor. ὀνομάζω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὠνόμασας
Headword (normalized):
ὠνόμασας
Headword (normalized/stripped):
ωνομασας
IDX:
9751
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9752
Key:

Data

{'content': '<p>2 sing. aor. ὀνομάζω.</p>'}