Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὡμίλευν
ὠμογέρων
ὠμοθετέω
ὠμός
ὦμος
ὤμοσα
ὠμοφάγος
ὤμωξε
ὤνατο
ὤνησε
ὠνητός
ὠνόμασας
ὦνος
ὠνοσάμην
ᾦξε
ὦπα
ὤπασα
ὥπλισσε
ὤρεξε
ὤρεσσι
ὤρετο
View word page
ὠνητός

-ή, -όν

[ὠνέομαι, to buy, fr. ὦνος.]

Bought : ἔμʼ ὠνητὴ τέκε μήτηρ, παλλακίς (i.e. a slave) Od. 14.202.

ShortDef

bought, mercenary, buy-able

Debugging

Headword:
ὠνητός
Headword (normalized):
ὠνητός
Headword (normalized/stripped):
ωνητος
IDX:
9750
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9751
Key:

Data

{'content': '<p>-ή, -όν</p> <p>[ὠνέομαι, to buy, fr. ὦνος.]</p> <p>Bought : ἔμʼ ὠνητὴ τέκε μήτηρ, παλλακίς (i.e. a slave) Od. 14.202.</p>'}