Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὤλετο
ὤλξ
ὠμηστής
ὡμίλευν
ὠμογέρων
ὠμοθετέω
ὠμός
ὦμος
ὤμοσα
ὠμοφάγος
ὤμωξε
ὤνατο
ὤνησε
ὠνητός
ὠνόμασας
ὦνος
ὠνοσάμην
ᾦξε
ὦπα
ὤπασα
ὥπλισσε
View word page
ὤμωξε

3 sing. aor. οἰμώζω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὤμωξε
Headword (normalized):
ὤμωξε
Headword (normalized/stripped):
ωμωξε
IDX:
9747
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9748
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. οἰμώζω.</p>'}