Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὠλεσίκαρπος
ὤλετο
ὤλξ
ὠμηστής
ὡμίλευν
ὠμογέρων
ὠμοθετέω
ὠμός
ὦμος
ὤμοσα
ὠμοφάγος
ὤμωξε
ὤνατο
ὤνησε
ὠνητός
ὠνόμασας
ὦνος
ὠνοσάμην
ᾦξε
ὦπα
ὤπασα
View word page
ὠμοφάγος

[ὠμός + φάγον.]

ShortDef

eating raw flesh, carnivorous (parox.)

Debugging

Headword:
ὠμοφάγος
Headword (normalized):
ὠμοφάγος
Headword (normalized/stripped):
ωμοφαγος
IDX:
9746
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9747
Key:

Data

{'content': '<p>[ὠμός + φάγον.]</p>'}