Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὠκύροος
ὠκύς
ὤλεσα
ὠλεσίκαρπος
ὤλετο
ὤλξ
ὠμηστής
ὡμίλευν
ὠμογέρων
ὠμοθετέω
ὠμός
ὦμος
ὤμοσα
ὠμοφάγος
ὤμωξε
ὤνατο
ὤνησε
ὠνητός
ὠνόμασας
ὦνος
ὠνοσάμην
View word page
ὠμός
ShortDef
raw, crude
Debugging
Headword:
ὠμός
Headword (normalized):
ὠμός
Headword (normalized/stripped):
ωμος
IDX:
9743
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9744
Key:
Data
{'content': ''}