Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὠκύπορος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκύροος
ὠκύς
ὤλεσα
ὠλεσίκαρπος
ὤλετο
ὤλξ
ὠμηστής
ὡμίλευν
ὠμογέρων
ὠμοθετέω
ὠμός
ὦμος
ὤμοσα
ὠμοφάγος
ὤμωξε
ὤνατο
ὤνησε
ὠνητός
View word page
ὡμίλευν

3 pl. impf. ὁμιλέω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὡμίλευν
Headword (normalized):
ὡμίλευν
Headword (normalized/stripped):
ωμιλευν
IDX:
9740
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9741
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. impf. ὁμιλέω.</p>'}