Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὠκυπέτης
ὠκύπορος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκύροος
ὠκύς
ὤλεσα
ὠλεσίκαρπος
ὤλετο
ὤλξ
ὠμηστής
ὡμίλευν
ὠμογέρων
ὠμοθετέω
ὠμός
ὦμος
ὤμοσα
ὠμοφάγος
ὤμωξε
ὤνατο
ὤνησε
View word page
ὠμηστής

[ὠμός + ἔδω.]

ShortDef

eating raw flesh

Debugging

Headword:
ὠμηστής
Headword (normalized):
ὠμηστής
Headword (normalized/stripped):
ωμηστης
IDX:
9739
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9740
Key:

Data

{'content': '<p>[ὠμός + ἔδω.]</p>'}