Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὦκα
ὠκύαλος
ὠκύμορος
ὠκυπέτης
ὠκύπορος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκύροος
ὠκύς
ὤλεσα
ὠλεσίκαρπος
ὤλετο
ὤλξ
ὠμηστής
ὡμίλευν
ὠμογέρων
ὠμοθετέω
ὠμός
ὦμος
ὤμοσα
ὠμοφάγος
View word page
ὠλεσίκαρπος
-ον
[ὠλεσ-, ὄλλυμι + καρπός1.]
Shedding its fruit early : ἰτέαι Od. 10.510.
ShortDef
losing its fruit
Debugging
Headword:
ὠλεσίκαρπος
Headword (normalized):
ὠλεσίκαρπος
Headword (normalized/stripped):
ωλεσικαρπος
IDX:
9736
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9737
Key:
Data
{'content': '<p>-ον</p> <p>[ὠλεσ-, ὄλλυμι + καρπός1.]</p> <p>Shedding its fruit early : ἰτέαι Od. 10.510.</p>'}