Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὠῖετο
ὤϊξε
ὠΐσθην
ὦκα
ὠκύαλος
ὠκύμορος
ὠκυπέτης
ὠκύπορος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκύροος
ὠκύς
ὤλεσα
ὠλεσίκαρπος
ὤλετο
ὤλξ
ὠμηστής
ὡμίλευν
ὠμογέρων
ὠμοθετέω
ὠμός
View word page
ὠκύροος
[ὠκύς + ῥέω.]
Swift-flowing : ποταμῷ Il. 5.598. Cf. Il. 6.133.
ShortDef
swift-flowing
Debugging
Headword:
ὠκύροος
Headword (normalized):
ὠκύροος
Headword (normalized/stripped):
ωκυροος
IDX:
9733
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9734
Key:
Data
{'content': '<p>[ὠκύς + ῥέω.]</p> <p>Swift-flowing : ποταμῷ Il. 5.598. Cf. Il. 6.133.</p>'}