Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὠΐγνυντο
ὠῖετο
ὤϊξε
ὠΐσθην
ὦκα
ὠκύαλος
ὠκύμορος
ὠκυπέτης
ὠκύπορος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκύροος
ὠκύς
ὤλεσα
ὠλεσίκαρπος
ὤλετο
ὤλξ
ὠμηστής
ὡμίλευν
ὠμογέρων
ὠμοθετέω
View word page
ὠκύπτερος
[ὠκύς + πτερόν.]
Swift - winged.
Epithet of the falcon : ἴρηξ Il. 13.62.
ShortDef
swift-winged
Debugging
Headword:
ὠκύπτερος
Headword (normalized):
ὠκύπτερος
Headword (normalized/stripped):
ωκυπτερος
IDX:
9732
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9733
Key:
Data
{'content': '<p>[ὠκύς + πτερόν.]</p> <p>Swift - winged.</p> <p>Epithet of the falcon : ἴρηξ Il. 13.62.</p>'}