Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὠδύσατο
ὠθέω
ὠΐγνυντο
ὠῖετο
ὤϊξε
ὠΐσθην
ὦκα
ὠκύαλος
ὠκύμορος
ὠκυπέτης
ὠκύπορος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκύροος
ὠκύς
ὤλεσα
ὠλεσίκαρπος
ὤλετο
ὤλξ
ὠμηστής
ὡμίλευν
View word page
ὠκύπορος

-ον

[ὠκύς + -πορος, πείρω.]

ShortDef

quick-going

Debugging

Headword:
ὠκύπορος
Headword (normalized):
ὠκύπορος
Headword (normalized/stripped):
ωκυπορος
IDX:
9730
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9731
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[ὠκύς + -πορος, πείρω.]</p>'}