Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὠδίνω
ὠδίς
ὠδύσατο
ὠθέω
ὠΐγνυντο
ὠῖετο
ὤϊξε
ὠΐσθην
ὦκα
ὠκύαλος
ὠκύμορος
ὠκυπέτης
ὠκύπορος
ὠκύπους
ὠκύπτερος
ὠκύροος
ὠκύς
ὤλεσα
ὠλεσίκαρπος
ὤλετο
ὤλξ
View word page
ὠκύμορος
[ὠκύς + μόρος.]
ShortDef
quickly-dying, dying early
Debugging
Headword:
ὠκύμορος
Headword (normalized):
ὠκύμορος
Headword (normalized/stripped):
ωκυμορος
IDX:
9728
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9729
Key:
Data
{'content': '<p>[ὠκύς + μόρος.]</p>'}