Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ψολόεις
ψύξασα
ψυχή
ψῦχος
ψυχρός
ψύχω
ψωμός
ὧδε
ᾤδεε
ὠδίνω
ὠδίς
ὠδύσατο
ὠθέω
ὠΐγνυντο
ὠῖετο
ὤϊξε
ὠΐσθην
ὦκα
ὠκύαλος
ὠκύμορος
View word page
ὠδίνω

[ὠδίς.]

ShortDef

to have the pains

Debugging

Headword:
ὠδίνω
Headword (normalized):
ὠδίνω
Headword (normalized/stripped):
ωδινω
IDX:
9718
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9719
Key:

Data

{'content': '<p>[ὠδίς.]</p>'}