Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ψευδάγγελος
ψευδής
ψεύδομαι
ψεῦδος
ψεύσομαι
ψευστέω
ψεύστης
ψηλαφάω
ψήρ
ψηφίς
ψιάς
ψιλός
ψολόεις
ψύξασα
ψυχή
ψῦχος
ψυχρός
ψύχω
ψωμός
ὦ
ὧδε
View word page
ψιάς
-άδος, ἡ.
ShortDef
a drop
Debugging
Headword:
ψιάς
Headword (normalized):
ψιάς
Headword (normalized/stripped):
ψιας
IDX:
9706
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9707
Key:
Data
{'content': '<p>-άδος, ἡ.</p>'}