Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ψάρ
ψαύω
ψεδνός
ψευδάγγελος
ψευδής
ψεύδομαι
ψεῦδος
ψεύσομαι
ψευστέω
ψεύστης
ψηλαφάω
ψήρ
ψηφίς
ψιάς
ψιλός
ψολόεις
ψύξασα
ψυχή
ψῦχος
ψυχρός
ψύχω
View word page
ψηλαφάω

Pres. pple. ψηλαφόων.

ShortDef

to feel

Debugging

Headword:
ψηλαφάω
Headword (normalized):
ψηλαφάω
Headword (normalized/stripped):
ψηλαφαω
IDX:
9703
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9704
Key:

Data

{'content': '<p>Pres. pple. ψηλαφόων.</p>'}