Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ψάμμος
ψάρ
ψαύω
ψεδνός
ψευδάγγελος
ψευδής
ψεύδομαι
ψεῦδος
ψεύσομαι
ψευστέω
ψεύστης
ψηλαφάω
ψήρ
ψηφίς
ψιάς
ψιλός
ψολόεις
ψύξασα
ψυχή
ψῦχος
ψυχρός
View word page
ψεύστης
ὁ
[ψευσ-, ψεύδομαι.]
ShortDef
a liar, cheat
Debugging
Headword:
ψεύστης
Headword (normalized):
ψεύστης
Headword (normalized/stripped):
ψευστης
IDX:
9702
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9703
Key:
Data
{'content': '<p>ὁ</p> <p>[ψευσ-, ψεύδομαι.]</p>'}