Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ψάμαθος
ψάμμος
ψάρ
ψαύω
ψεδνός
ψευδάγγελος
ψευδής
ψεύδομαι
ψεῦδος
ψεύσομαι
ψευστέω
ψεύστης
ψηλαφάω
ψήρ
ψηφίς
ψιάς
ψιλός
ψολόεις
ψύξασα
ψυχή
ψῦχος
View word page
ψευστέω

[ψεύστης.]

= ψεύδομαι 3 : ψευστήσεις (the event will falsify your boast) Il. 19.107.

ShortDef

to be a liar, lie, cheat

Debugging

Headword:
ψευστέω
Headword (normalized):
ψευστέω
Headword (normalized/stripped):
ψευστεω
IDX:
9701
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9702
Key:

Data

{'content': '<p>[ψεύστης.]</p> <p>= ψεύδομαι 3 : ψευστήσεις (the event will falsify your boast) Il. 19.107.</p>'}