Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἄγνωστος
ἀγξηραίνω
ἄγονος
ἀγοράομαι
ἀγορεύω
ἀγορά
ἀγορῆθεν
ἀγορήνδε
ἀγορητής
ἀγορητύς
ἀγός
ἀγοστός
ἄγραυλος
ἀγρέω
ἄγρα
ἄγριος
ἀγριόφωνος
ἀγρόθεν
ἀγροιώτης
ἀγρόμενοι
ἀγρόνδε
View word page
ἀγός

-οῦ, ὁ

[ἄγω.]

ShortDef

a leader, chief

Debugging

Headword:
ἀγός
Headword (normalized):
ἀγός
Headword (normalized/stripped):
αγος
IDX:
96
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.97
Key:

Data

{'content': '<p>-οῦ, ὁ</p> <p>[ἄγω.]</p>'}