Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
χυτός
χωλεύω
χωλός
χώομαι
χωρέω
χώρη
χωρίς
χῶρος
χώσατο
ψάμαθος
ψάμμος
ψάρ
ψαύω
ψεδνός
ψευδάγγελος
ψευδής
ψεύδομαι
ψεῦδος
ψεύσομαι
ψευστέω
ψεύστης
View word page
ψάμμος
-ου, ἡ
[cf. ψάμαθος.]
=ψάμαθος. (1) : γαῖα ψάμμῳ κυανέη Od. 12.243.
ShortDef
sand
Debugging
Headword:
ψάμμος
Headword (normalized):
ψάμμος
Headword (normalized/stripped):
ψαμμος
IDX:
9692
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9693
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, ἡ</p> <p>[cf. ψάμαθος.]</p> <p>=ψάμαθος. (1) : γαῖα ψάμμῳ κυανέη Od. 12.243.</p>'}