Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
χυτλόω
χύτο
χυτός
χωλεύω
χωλός
χώομαι
χωρέω
χώρη
χωρίς
χῶρος
χώσατο
ψάμαθος
ψάμμος
ψάρ
ψαύω
ψεδνός
ψευδάγγελος
ψευδής
ψεύδομαι
ψεῦδος
ψεύσομαι
View word page
χώσατο
3 sing. aor. χώομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
χώσατο
Headword (normalized):
χώσατο
Headword (normalized/stripped):
χωσατο
IDX:
9690
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9691
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. χώομαι.</p>'}