Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

χύσις
χυτλόω
χύτο
χυτός
χωλεύω
χωλός
χώομαι
χωρέω
χώρη
χωρίς
χῶρος
χώσατο
ψάμαθος
ψάμμος
ψάρ
ψαύω
ψεδνός
ψευδάγγελος
ψευδής
ψεύδομαι
ψεῦδος
View word page
χῶρος

-ου, ὁ

[cf. χώρη.]

ShortDef

a piece of ground, ground, place
north-west wind

Debugging

Headword:
χῶρος
Headword (normalized):
χῶρος
Headword (normalized/stripped):
χωρος
IDX:
9689
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9690
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ</p> <p>[cf. χώρη.]</p>'}