Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
χυθείη
χυμένη
χύντο
χύσις
χυτλόω
χύτο
χυτός
χωλεύω
χωλός
χώομαι
χωρέω
χώρη
χωρίς
χῶρος
χώσατο
ψάμαθος
ψάμμος
ψάρ
ψαύω
ψεδνός
ψευδάγγελος
View word page
χωρέω
[χῶρος.]
(ἀνα-, ὑπο-.)
ShortDef
give way, draw back, retire, withdraw
Debugging
Headword:
χωρέω
Headword (normalized):
χωρέω
Headword (normalized/stripped):
χωρεω
IDX:
9686
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9687
Key:
Data
{'content': '<p>[χῶρος.]</p> <p>(ἀνα-, ὑπο-.)</p>'}