Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
χρυσοχόος
χρώς
χυθείη
χυμένη
χύντο
χύσις
χυτλόω
χύτο
χυτός
χωλεύω
χωλός
χώομαι
χωρέω
χώρη
χωρίς
χῶρος
χώσατο
ψάμαθος
ψάμμος
ψάρ
ψαύω
View word page
χωλός
-ή, -όν.
ShortDef
lame
Debugging
Headword:
χωλός
Headword (normalized):
χωλός
Headword (normalized/stripped):
χωλος
IDX:
9684
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9685
Key:
Data
{'content': '<p>-ή, -όν.</p>'}