Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

χρυσός
χρυσοχόος
χρώς
χυθείη
χυμένη
χύντο
χύσις
χυτλόω
χύτο
χυτός
χωλεύω
χωλός
χώομαι
χωρέω
χώρη
χωρίς
χῶρος
χώσατο
ψάμαθος
ψάμμος
ψάρ
View word page
χωλεύω

[χωλός.]

ShortDef

to be or become lame

Debugging

Headword:
χωλεύω
Headword (normalized):
χωλεύω
Headword (normalized/stripped):
χωλευω
IDX:
9683
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9684
Key:

Data

{'content': '<p>[χωλός.]</p>'}