Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

χρυσοπέδιλος
χρυσόπτερος
χρυσόρραπις
χρυσός
χρυσοχόος
χρώς
χυθείη
χυμένη
χύντο
χύσις
χυτλόω
χύτο
χυτός
χωλεύω
χωλός
χώομαι
χωρέω
χώρη
χωρίς
χῶρος
χώσατο
View word page
χυτλόω

[χυ-, χέω.]

ShortDef

to wash

Debugging

Headword:
χυτλόω
Headword (normalized):
χυτλόω
Headword (normalized/stripped):
χυτλοω
IDX:
9680
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9681
Key:

Data

{'content': '<p>[χυ-, χέω.]</p>'}