Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
χρυσηλάκατος
χρυσήνιος
χρυσόθρονος
χρυσοπέδιλος
χρυσόπτερος
χρυσόρραπις
χρυσός
χρυσοχόος
χρώς
χυθείη
χυμένη
χύντο
χύσις
χυτλόω
χύτο
χυτός
χωλεύω
χωλός
χώομαι
χωρέω
χώρη
View word page
χυμένη
nom. fem. aor. pple. pass. χέω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
χυμένη
Headword (normalized):
χυμένη
Headword (normalized/stripped):
χυμενη
IDX:
9677
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9678
Key:
Data
{'content': '<p>nom. fem. aor. pple. pass. χέω.</p>'}