Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

χρησόμενος
χρίω
χροΐ
χροιή
χρόμαδος
χρόνιος
χρόνος
χροός
χρυσάμπυξ
χρυσάορος
χρύσεος
χρύσεος
χρυσηλάκατος
χρυσήνιος
χρυσόθρονος
χρυσοπέδιλος
χρυσόπτερος
χρυσόρραπις
χρυσός
χρυσοχόος
χρώς
View word page
χρύσεος

-η, -ον

[χρυσός.]

(Cf. χρύσεος.)

ShortDef

golden, of gold, decked

Debugging

Headword:
χρύσεος
Headword (normalized):
χρύσεος
Headword (normalized/stripped):
χρυσεος
IDX:
9665
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9666
Key:

Data

{'content': '<p>-η, -ον</p> <p>[χρυσός.]</p> <p>(Cf. χρύσεος.)</p>'}