Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

χρή
χρηΐζω
χρῆμα
χρησόμενος
χρίω
χροΐ
χροιή
χρόμαδος
χρόνιος
χρόνος
χροός
χρυσάμπυξ
χρυσάορος
χρύσεος
χρύσεος
χρυσηλάκατος
χρυσήνιος
χρυσόθρονος
χρυσοπέδιλος
χρυσόπτερος
χρυσόρραπις
View word page
χροός

genit. χρώς.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χροός
Headword (normalized):
χροός
Headword (normalized/stripped):
χροος
IDX:
9662
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9663
Key:

Data

{'content': '<p>genit. χρώς.</p>'}