Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
χρεμετίζω
χρέος
χρεώ
χρεώμενος
χρή
χρηΐζω
χρῆμα
χρησόμενος
χρίω
χροΐ
χροιή
χρόμαδος
χρόνιος
χρόνος
χροός
χρυσάμπυξ
χρυσάορος
χρύσεος
χρύσεος
χρυσηλάκατος
χρυσήνιος
View word page
χροιή
-ῆς, ἡ
[χρώς.]
One's flesh, body, person (= χρώς 2) : παραδραθέειν φιλότητι ᾗ χροιῇ Il. 14.164.
ShortDef
body
Debugging
Headword:
χροιή
Headword (normalized):
χροιή
Headword (normalized/stripped):
χροιη
IDX:
9658
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9659
Key:
Data
{'content': "<p>-ῆς, ἡ</p> <p>[χρώς.]</p> <p>One's flesh, body, person (= χρώς 2) : παραδραθέειν φιλότητι ᾗ χροιῇ Il. 14.164.</p>"}