Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

χρεῖος
χρεώ
χρείων
χρεμετίζω
χρέος
χρεώ
χρεώμενος
χρή
χρηΐζω
χρῆμα
χρησόμενος
χρίω
χροΐ
χροιή
χρόμαδος
χρόνιος
χρόνος
χροός
χρυσάμπυξ
χρυσάορος
χρύσεος
View word page
χρησόμενος

fut. pple. pass. χριμφθείς. (ἐγ-)

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χρησόμενος
Headword (normalized):
χρησόμενος
Headword (normalized/stripped):
χρησομενος
IDX:
9655
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9656
Key:

Data

{'content': '<p>fut. pple. pass. χριμφθείς. (ἐγ-)</p>'}