Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

χράω
χρεῖος
χρεώ
χρείων
χρεμετίζω
χρέος
χρεώ
χρεώμενος
χρή
χρηΐζω
χρῆμα
χρησόμενος
χρίω
χροΐ
χροιή
χρόμαδος
χρόνιος
χρόνος
χροός
χρυσάμπυξ
χρυσάορος
View word page
χρῆμα

-ατος, τό

[χράω1.]

In pl., possessions, goods, effects, property : χρήματʼ ἀπαιτίζοντες Od. 2.78, πῇ χρήματα φέρω τάδε; Od. 13.203. Cf. Od. 2.203, Od. 14.286, Od. 15.230, Od. 16.315, Od. 19.284, etc.

ShortDef

thing, (pl.) goods, property, money

Debugging

Headword:
χρῆμα
Headword (normalized):
χρῆμα
Headword (normalized/stripped):
χρημα
IDX:
9654
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9655
Key:

Data

{'content': '<p>-ατος, τό</p> <p>[χράω1.]</p> <p>In pl., possessions, goods, effects, property : χρήματʼ ἀπαιτίζοντες Od. 2.78, πῇ χρήματα φέρω τάδε; Od. 13.203. Cf. Od. 2.203, Od. 14.286, Od. 15.230, Od. 16.315, Od. 19.284, etc.</p>'}