Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

χοίρεος
χοῖρος
χολάδες
χόλος
χολόω
χολωτός
χορδή
χοροιτυπίη
χορόνδε
χορός
χόρτος
χραισμέω
χραύσῃ
χράω2
χράω
χρεῖος
χρεώ
χρείων
χρεμετίζω
χρέος
χρεώ
View word page
χόρτος

-ου, ὁ.

ShortDef

a feeding-place; fodder

Debugging

Headword:
χόρτος
Headword (normalized):
χόρτος
Headword (normalized/stripped):
χορτος
IDX:
9640
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9641
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ.</p>'}