Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

χνόος
χόανος
χοή
χοῖνιξ
χοίρεος
χοῖρος
χολάδες
χόλος
χολόω
χολωτός
χορδή
χοροιτυπίη
χορόνδε
χορός
χόρτος
χραισμέω
χραύσῃ
χράω2
χράω
χρεῖος
χρεώ
View word page
χορδή

-ῆς, ἡ.

ShortDef

gut, gut string, sausage

Debugging

Headword:
χορδή
Headword (normalized):
χορδή
Headword (normalized/stripped):
χορδη
IDX:
9636
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9637
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆς, ἡ.</p>'}