Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

χλωρός
χνόος
χόανος
χοή
χοῖνιξ
χοίρεος
χοῖρος
χολάδες
χόλος
χολόω
χολωτός
χορδή
χοροιτυπίη
χορόνδε
χορός
χόρτος
χραισμέω
χραύσῃ
χράω2
χράω
χρεῖος
View word page
χολωτός

[χολόω.]

ShortDef

angry, wrathful

Debugging

Headword:
χολωτός
Headword (normalized):
χολωτός
Headword (normalized/stripped):
χολωτος
IDX:
9635
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9636
Key:

Data

{'content': '<p>[χολόω.]</p>'}