Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
χλούνης
χλωρηΐς
χλωρός
χνόος
χόανος
χοή
χοῖνιξ
χοίρεος
χοῖρος
χολάδες
χόλος
χολόω
χολωτός
χορδή
χοροιτυπίη
χορόνδε
χορός
χόρτος
χραισμέω
χραύσῃ
χράω2
View word page
χόλος
-ου, ὁ.
ShortDef
gall, bile
Debugging
Headword:
χόλος
Headword (normalized):
χόλος
Headword (normalized/stripped):
χολος
IDX:
9633
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9634
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, ὁ.</p>'}