Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
χιών
χλαῖνα
χλούνης
χλωρηΐς
χλωρός
χνόος
χόανος
χοή
χοῖνιξ
χοίρεος
χοῖρος
χολάδες
χόλος
χολόω
χολωτός
χορδή
χοροιτυπίη
χορόνδε
χορός
χόρτος
χραισμέω
View word page
χοῖρος
A young fattened pig, a porker Od. 14.73.
ShortDef
a young pig, porker
Debugging
Headword:
χοῖρος
Headword (normalized):
χοῖρος
Headword (normalized/stripped):
χοιρος
IDX:
9631
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9632
Key:
Data
{'content': '<p>A young fattened pig, a porker Od. 14.73.</p>'}