Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

χιτών
χιών
χλαῖνα
χλούνης
χλωρηΐς
χλωρός
χνόος
χόανος
χοή
χοῖνιξ
χοίρεος
χοῖρος
χολάδες
χόλος
χολόω
χολωτός
χορδή
χοροιτυπίη
χορόνδε
χορός
χόρτος
View word page
χοίρεος

[χοῖρος.]

ShortDef

of a pig, of swine

Debugging

Headword:
χοίρεος
Headword (normalized):
χοίρεος
Headword (normalized/stripped):
χοιρεος
IDX:
9630
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9631
Key:

Data

{'content': '<p>[χοῖρος.]</p>'}