Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

χίμαιρα
χιτών
χιών
χλαῖνα
χλούνης
χλωρηΐς
χλωρός
χνόος
χόανος
χοή
χοῖνιξ
χοίρεος
χοῖρος
χολάδες
χόλος
χολόω
χολωτός
χορδή
χοροιτυπίη
χορόνδε
χορός
View word page
χοῖνιξ

-ικος, ἡ.

ShortDef

a choenix, a dry

Debugging

Headword:
χοῖνιξ
Headword (normalized):
χοῖνιξ
Headword (normalized/stripped):
χοινιξ
IDX:
9629
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9630
Key:

Data

{'content': '<p>-ικος, ἡ.</p>'}