Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

χηρεύω
χήρη
χηρόω
χηρωσταί
χῆτος
χθαμαλός
χθιζός
χθών
χίλιοι
χίμαιρα
χιτών
χιών
χλαῖνα
χλούνης
χλωρηΐς
χλωρός
χνόος
χόανος
χοή
χοῖνιξ
χοίρεος
View word page
χιτών

-ῶνος, ὁ.

ShortDef

the garment worn next the skin, a frock

Debugging

Headword:
χιτών
Headword (normalized):
χιτών
Headword (normalized/stripped):
χιτων
IDX:
9620
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9621
Key:

Data

{'content': '<p>-ῶνος, ὁ.</p>'}