Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀντιόω
ἀντιόωσι
ἀντιπέραιος
ἀντίσχω
ἀντιτορέω
ἄντιτος
ἀντιφερίζω
ἀντιφέρω
ἄντλος
ἀνατολή
ἄντομαι
ἄντρον
ἄντυξ
αἴνυμαι
ἄνυσις
ἀνύω
ἄνω
ἄνω
ἀνῷγε
ἄνωγα
ἀνωθέω
View word page
ἄντομαι

[ἀντί.]

3 sing. aor. ἤντετο Il. 4.133, Il. 16.788, Od. 3.415, Il. 22.203.

Fem. pple. ἀντομένη Il. 8.412, Il. 11.237.

Pl. ἀντόμεναι Il. 2.595.

Infin. ἄντεσθαι Il. 15.698.

(συν-.,)

ShortDef

to meet

Debugging

Headword:
ἄντομαι
Headword (normalized):
ἄντομαι
Headword (normalized/stripped):
αντομαι
IDX:
961
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.962
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀντί.]</p> <p>3 sing. aor. ἤντετο Il. 4.133, Il. 16.788, Od. 3.415, Il. 22.203.</p> <p>Fem. pple. ἀντομένη Il. 8.412, Il. 11.237.</p> <p>Pl. ἀντόμεναι Il. 2.595.</p> <p>Infin. ἄντεσθαι Il. 15.698.</p> <p>(συν-.,)</p>'}