Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

χερμάδιον
χερνῆτις
χέρνιβον
χερνίπτομαι
χέρνιψ
χέρσονδε
χέρσος
χεῦε
χεῦμα
χέω
χηλός
χἠμεῖς
χήν
χηραμός
χήρατο
χηρεύω
χήρη
χηρόω
χηρωσταί
χῆτος
χθαμαλός
View word page
χηλός

-οῦ, ἡ.

ShortDef

a large chest

Debugging

Headword:
χηλός
Headword (normalized):
χηλός
Headword (normalized/stripped):
χηλος
IDX:
9605
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9606
Key:

Data

{'content': '<p>-οῦ, ἡ.</p>'}