Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
χερειότερος
χέρηϊ
χερμάδιον
χερνῆτις
χέρνιβον
χερνίπτομαι
χέρνιψ
χέρσονδε
χέρσος
χεῦε
χεῦμα
χέω
χηλός
χἠμεῖς
χήν
χηραμός
χήρατο
χηρεύω
χήρη
χηρόω
χηρωσταί
View word page
χεῦμα
τό
[χευ-, χέω.]
ShortDef
that which is poured, a stream
Debugging
Headword:
χεῦμα
Headword (normalized):
χεῦμα
Headword (normalized/stripped):
χευμα
IDX:
9603
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9604
Key:
Data
{'content': '<p>τό</p> <p>[χευ-, χέω.]</p>'}