Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

χελιδών
χέραδος
χερειότερος
χέρηϊ
χερμάδιον
χερνῆτις
χέρνιβον
χερνίπτομαι
χέρνιψ
χέρσονδε
χέρσος
χεῦε
χεῦμα
χέω
χηλός
χἠμεῖς
χήν
χηραμός
χήρατο
χηρεύω
χήρη
View word page
χέρσος

-ου, ἡ.

ShortDef

dry land, land

Debugging

Headword:
χέρσος
Headword (normalized):
χέρσος
Headword (normalized/stripped):
χερσος
IDX:
9601
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9602
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ἡ.</p>'}