Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

χειρότερος
χείρων
χείσεται
χελιδών
χέραδος
χερειότερος
χέρηϊ
χερμάδιον
χερνῆτις
χέρνιβον
χερνίπτομαι
χέρνιψ
χέρσονδε
χέρσος
χεῦε
χεῦμα
χέω
χηλός
χἠμεῖς
χήν
χηραμός
View word page
χερνίπτομαι

[χέρνιψ.]

3 pl. aor. χερνίψαντο.

ShortDef

to wash one's hands

Debugging

Headword:
χερνίπτομαι
Headword (normalized):
χερνίπτομαι
Headword (normalized/stripped):
χερνιπτομαι
IDX:
9598
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9599
Key:

Data

{'content': '<p>[χέρνιψ.]</p> <p>3 pl. aor. χερνίψαντο.</p>'}