Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
χείρ
χειρίς
χειρότερος
χείρων
χείσεται
χελιδών
χέραδος
χερειότερος
χέρηϊ
χερμάδιον
χερνῆτις
χέρνιβον
χερνίπτομαι
χέρνιψ
χέρσονδε
χέρσος
χεῦε
χεῦμα
χέω
χηλός
χἠμεῖς
View word page
χερνῆτις
ἡ
[app. fr. χείρ.]
ShortDef
a woman that spins for daily hire
Debugging
Headword:
χερνῆτις
Headword (normalized):
χερνῆτις
Headword (normalized/stripped):
χερνητις
IDX:
9596
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9597
Key:
Data
{'content': '<p>ἡ</p> <p>[app. fr. χείρ.]</p>'}