Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
χειμών
χείρ
χειρίς
χειρότερος
χείρων
χείσεται
χελιδών
χέραδος
χερειότερος
χέρηϊ
χερμάδιον
χερνῆτις
χέρνιβον
χερνίπτομαι
χέρνιψ
χέρσονδε
χέρσος
χεῦε
χεῦμα
χέω
χηλός
View word page
χερμάδιον
-ου, τό.
ShortDef
a large stone, a boulder
Debugging
Headword:
χερμάδιον
Headword (normalized):
χερμάδιον
Headword (normalized/stripped):
χερμαδιον
IDX:
9595
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9596
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, τό.</p>'}