Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
χείμαρρος
χειμέριος
χειμών
χείρ
χειρίς
χειρότερος
χείρων
χείσεται
χελιδών
χέραδος
χερειότερος
χέρηϊ
χερμάδιον
χερνῆτις
χέρνιβον
χερνίπτομαι
χέρνιψ
χέρσονδε
χέρσος
χεῦε
χεῦμα
View word page
χερειότερος
[double comp. Cf. χερείων. Cf. also χειρότερος.]
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
χερειότερος
Headword (normalized):
χερειότερος
Headword (normalized/stripped):
χερειοτερος
IDX:
9593
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9594
Key:
Data
{'content': '<p>[double comp. Cf. χερείων. Cf. also χειρότερος.]</p>'}